Hat (hét) nemzedék. A Manno család története - Budapest Történetének Forrásai 12. (Budapest, 2015)
Függelék
κατευθυνόμενον προς τις Ιταλικές ακτές. Ο περιστρεφόμενος φωτόδεσμος του φάρου του νησιού, φώτιζε τη βάρκα περίπου κάθε 4 λεπτά: πριν τους φτάσει, ρίχνονταν μπρούμυτα στο πάτωμα για να φαίνεται, ότι η βάρκα βολοδερνόταν άδεια στο πέλαγος. Στο πιο στενό μέρος, ανάμεσα στον Cavo και Piombino, ο πορθμός μεταξύ του νησιού και της ιταλικής χερσονήσου έχει μόνο 10-12 χιλιόμετρα πλάτος, αλλά αυτοί έπρεπε να αράξουν σε απόμερο μέρος, όχι στο πολυσύχναστο λιμάνι, γεμάτο από στρατιώτες και καραμπινιέρους. Γι’ αυτό αντί για την άκρη της χερσονήσου διάλεξαν τον ασφαλέστερο, αλλά πολύ μακρύτερο θαλασσινό δρόμο. Μετά από πολύωρη εντατική κωπηλασία, κατακουρασμένοι φτάσανε στην ακτή, τραβήξανε την βάρκα, πάλι άφησαν έναν φάκελλο με λεφτά με μία σημείωση, παρακαλώντας εκείνον που θα ανακάλυπτε τη βάρκα να την στείλει πίσω, στο νησί Elba, στον ιδιοκτήτη της. Αμέσως μετά κρύφτηκαν σ’ ένα καλα- μποκόκαμπο και ως το βράδυ βυθίστηκαν σε βαθύ ύπνο. Ο προορισμός τους ήταν τα σύνορα της ουδέτερης Ελβετίας, σε απόσταση περίπου 500 χιλιομέτρων. Για την τολμηρή, περιπετειώδη απόδρασή τους γράψανε ακόμα και οι ιταλικές ημερήσιες εφημερίδες. Οι καραμπινιέροι τους ψάχνανε, έτσι μπορούσαν να προχωρούν μόνο στο σκοτάδι της νύχτας. Την ημέρα κοιμούνταν κρυμμένοι στα χωράφια. Έτρωγαν μόνο κρύα τροφή, από το οποίο ο ένας από αυτούς αρρώστησε, δεν μπορούσε να βαδίζει. Δύο σύντροφοι του τον κουβαλούσαν, εναλλάξ. Μετά από τρεις εβδομάδες σέρνοντας τα πόδια τους έφθασαν στα Ελβετικά σύνορα. Προσπέρασαν τους Ιταλούς συνοριακούς φύλακες, αλλά όχι τους Ελβετούς που τους παρέδωσαν στους Ιταλούς. Με αυστηρή συνοδεία ξαναπήγαν τους δραπέτες στο νησί Elba και για την απόδρασή τους τούς τιμώρησαν με 30 μέρες εγκλεισμό σε υπόγεια μπουντρούμια. Έχοντας επιστρέφει από την αιχμαλωσία, ο πατέρας μου απέκτησε διδακτορικό τίτλο στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Péter Pázmány και στη συνέχεια έπιασε δουλειά στην Εφορία. Ήταν η αρχική φάση της μεγάλης οικονομικής κρίσης. Η χώρα ήταν γεμάτη από άνεργους τελειόφοιτους γυμνασίου και πανεπιστημίου. Ήταν ευτυχισμένος ο πτυχιούχος μηχανικός ή οικονομολόγος, ο οποίος δούλευε 2-3 ώρες την ημέρα σαν χαμάλης στην Μεγάλη Λαϊκή Αγορά. Ο πατέρας μου ήταν ένας από τους τυχερούς. Στην Εφορία σύντομα διακρίθηκε για την ευφυΐα του, για την εργασία του, έβγαλε δημοσιεύματα, έγραψε βιβλία. (Φόρος εισοδήματος της γαιοκτησίας κλπ. )Ί\ έτσι μεταπήδησε σε μία ανώτερη αρχή, στην Διεύθυνση Οικονομικών Βουδαπέστης και, σε λίγα χρόνια, στην ανώτατη κλίμακα, το Υπουργείο Οικονομικών. Το 1924 παντρεύτηκε την μητέρα μου, την Erzsébet Bossányi de Nagybossány και Kispróna (1901-1968). 74 74 Emánuel Csorba: Ο φόρος εισοδήματος των αγροκτημάτων. Μελέτη. Eggenberger. Βουδαπέστη, 1928. 98. 145